Το απλούστερο είναι να ομολογήσω ότι η συγγραφή αποτελεί, στην περίπτωσή μου, μια οικογενειακή υπόθεση. Αρχίζει βέβαια από εκείνο το παιδί, που σε ένα υπόγειο γεμάτο κατσαρίδες της οδού Εμμανουήλ Μπενάκη, έπιασε μολύβι και έγραψε το ποίημά του:
Πιάνο μου αγοράσαν και πιανίστας θα γινώ.
Άντε, βρε, εις το καλό!
Και, ω φίλοι μου καλοί,
θα μ’ ακούτε σαν χαζοί.
Αγνοώ, ακόμα και σήμερα, ποια η αιτία που ώθησε εκείνο το παιδί να επιλέξει μολύβι και χαρτί. Θα προσπαθήσω ωστόσο να δώσω την εξήγηση, που ταιριάζει στην προσωπική μου μυθολογία. Το πιάνο λοιπόν, που με κόπους και μετά από παζάρια, είχε αγοράσει η μητέρα του, ήταν μια αφορμή να γράψω. Η έκπληξη εκείνης της αγοράς, ενώ ο επιούσιος δεν επαρκούσε, ήταν ένα στοιχείο της αφορμής, το οποίο όμως έπαιρνε την απόχρωση ανακούφισης. Γιατί πριν από το πιάνο είχαν υπάρξει οι κατατρεγμοί και οι φόβοι. Και πριν από αυτά, η εκτέλεση του πατέρα μου, στελέχους, όπως λέγεται, της Αντίστασης, τότε που δεν ήμουν ακόμα τεσσάρων ετών, τον θυμάμαι όμως πίσω από κάγκελα, να με σηκώνει στα χέρια του, λίγες ώρες πριν χαθεί. Εκείνη η εκτέλεση, η κατάταξή μου εξαιτίας της στην χορεία των ορφανών, η ομολογία ότι δεν είχα πατέρα, αλλά και η απόκρυψη του γεγονότος για λόγους προστασίας, η πετυχημένη έκφραση ότι ήμουν “θύμα πολέμου”, είναι μια σειρά παραγόντων, που έπλασαν το σώμα και το νου μου.
Αν τα κατοπινά χρόνια δεν συσσώρευαν πρόσθετες ωδίνες από σεισμούς, αρρώστιες, δυστυχήματα, θα υπήρχε κάποια απόσταση από όλα αυτά. Αν η ζωή ήταν (έτσι φαντάζομαι) ελάχιστα πιο εύκολη και το πρώτο κοστούμι μου δεν ήταν το κοστούμι του θείου που είχε πεθάνει και το είχαμε δώσει στον σύντροφο ράφτη να το γυρίσει ανάποδα και να το φέρει στα μέτρα μου, θα είχα πάρει κάποια απόσταση από τον πατέρα μου. Νομίζω πως έμεινα δίπλα του, πως δεν έφυγα ποτέ από το πλευρό του. Τώρα πια, στην τελευταία ατραπό του βίου μου, φαίνεται πως τον έχω υπό την προστασία μου, λες και εγώ είμαι ο πατέρας του, αφού εκτελέστηκε στην ηλικία των 37 ετών (και σε αυτή την ηλικία παρέμεινε), ενώ εγώ είμαι πρεσβύτερός του. Κρίνω λοιπόν σήμερα πως έγραψα εκείνους τους στίχους ως φωνή προς τον εκτελεσμένο, ως επιβεβαίωση του δεσμού μας, ως αλλαγή που τον ενδιέφερε. Ίσως συνέχισα να γράφω για να νιώθω ότι παραλήπτης είναι ο πατέρας μου, αυτή η απούσα παρουσία.
Λέω πάλι πως θα είχα απομακρυνθεί από αυτή την απουσία, αν είχα προλάβει να κερδίσω την επιδοκιμασία της μητέρας μου. Έχω την εντύπωση πως κολακευόταν που ξεφύλλιζε τα λογοτεχνικά πρωτόλειά μου. Φοβόταν όμως: δεν ζει κανείς από τα γραψίματά του, έλεγε. Σκέφτομαι πως δεν πρόλαβα να γεράσω μαζί της, πέθανε νωρίς. Δεν πρόλαβα να γκρινιάξω για τις παραξενιές που θα γεννούσαν τα γηρατειά της. Δεν πρόλαβα να διασκεδάσω τους φόβους της, επειδή άλλαζα συχνά επάγγελμα: από δάσκαλος της γαλλικής, διαφημιστής (“ρεκλαμαδόρος”, αναστέναζε εκείνη), στέλεχος μάρκετινγκ, υπάλληλος πολυεθνικών, με έδρα στο εξωτερικό για κάποιο διάστημα. Και από τα βιβλία μου δεν καζάντιζα, ας της έδειχνα το όνομά μου στις εφημερίδες.
Έγραφα λοιπόν, εγώ ο studiosus (όπως με αποκαλούσε ένας οικογενειακός φίλος). Οι λέξεις με καταδίωκαν. Έφταναν τόσο απρόσμενα, ώστε το χέρι μου δεν προλάβαινε να τις ακινητοποιήσει στο χαρτί. Με ξυπνούσαν απειλητικές τη νύχτα και προσπαθούσα να τις παραμερίσω. Τις έβρισκα στο δρόμο. Και ώσπου να φτάσω στον προορισμό μου, τις είχα ξεχάσει, σπρωγμένες από άλλες, που διεκδικούσαν την προσοχή μου. Όσες τύχαινε να μου αρέσουν τη στιγμή που είχα χαρτί μπροστά μου, έμπαιναν στο γραπτό μου.
Σήμερα, κοιτάζοντας πίσω μου, βλέπω πως έχω γράψει πολλά, υπερβολικά πολλά, σε σημείο που αναρωτιέμαι ποιος είναι εκείνος που είχε το θράσος, αλλά και την υπομονή, την επιμονή, την αντοχή, ενώ τον κατάτρεχε ο βιοπορισμός, να γράψει τόσα πολλά. Υποθέτω πως αυτή η απορία χανόταν στην έξαψη της έκδοσης του βιβλίου, λες και ήθελα να απαλλαγώ από το πρόσφατο γραπτό μου ώστε να έρθει στη θέση του το επόμενο. Ανησυχούσα κιόλας αν μεσολαβούσε χρόνος, που, κατά τη γνώμη μου, ήταν αρκετός ώστε να μου δημιουργεί την υποψία πως είχα στερέψει και δεν επρόκειτο να γράψω άλλο.
Θέλω να πιστεύω πως ξαφνικά, όχι όμως ανεπαισθήτως, έρχεται η στιγμή που κυριαρχεί, σε κάθε άνθρωπο και ίσως εντονότερα σε έναν συγγραφέα, το ερώτημα “τι είναι αυτό που έκανα;” Με άλλα λόγια, “τι είναι (και τι αξία έχει) αυτό που θεωρώ έργο μου;” Πάνε αρκετά χρόνια όπου συμπέρανα πως είχα γράψει δίχως σύνεση, δίχως επάρκεια, δίχως σεβασμό στη γλώσσα, ούτε στα πρόσωπα που είχα δημιουργήσει. Τρόμαξα για την ελάχιστη ποιότητα που διέκρινα στα βιβλία μου. Τρόμαξα περισσότερο για την επιπολαιότητα που δέσποζε σε βιβλία μου, τα οποία είχαν ενδιαφέρουσες πωλήσεις. Να μην τα πολυλογώ, σαν κριτής ενός άλλου, πέταξα στο καλάθι των αχρήστων (“αποκήρυξα”) τα περισσότερα βιβλία μου και έγραψα από την αρχή εκείνα που στοιχημάτιζα ότι άξιζαν τέτοια εκδούλευση. Τότε πρόσεξα πως τα πεζογραφήματα που είχα διασώσει αποτελούσαν ένα βιβλίο, το οποίο αποτύπωνε, σε μια ενότητα τριών τίτλων, την εικόνα της Ελλάδας που είχα γνωρίσει και, σε μία δεύτερη ενότητα άλλων τριών τίτλων, την εικόνα του κόσμου, όπου συνέβη να ζήσω. Σε αυτό το ένα βιβλίο έδωσα τον τίτλο Εξάμετρον. Και καθώς ξεχώριζα δύο ενότητες, ονόμασα την πρώτη βραχεία (αφού έχει να κάνει με την Ελλάδα που γνώρισα) και την δεύτερη μακρά (αφού έχει να κάνει με τον κόσμο όπου έζησα). Να λοιπόν ποιο είναι το πεζογραφικό μου αποτέλεσμα. Τα δοκίμια που συνέθεσα, οι μεταφράσεις που φρόντισα, υπήρξαν βοηθήματα ώστε να επιλέξω κατευθύνσεις σκέψης και, από τις μεταφράσεις κορυφαίων συγγραφέων, να βελτιώσω τη γνώση και χρήση της ελληνικής γλώσσας.
Συνεχίζω να γράφω, αλλά με καχυποψία, στήνοντας ένα είδος παιχνιδιού, ως ανταπόδοση στις εκπλήξεις που προσφέρουν η ζωή και η ιστορία, είτε πρόκειται για μια ανθολογία ανύπαρκτων συγγραφέων, είτε για μια συνάντηση διανοουμένων στο Παρίσι, όπου ακούγονται ανοησίες περί του μέλλοντος του πολιτισμού, είτε για την ιστορία της Κλάρας, του μόνου ρινόκερου που έζησε στην Ευρώπη στα μέσα του 18ου αιώνα, και λογαριάζω πως βρήκε το τέλος του σε μια χώρα σαν τη χώρα μας.
Επιμένοντας σε αυτή την επιστροφή στα πεπραγμένα μου, έχω την εντύπωση πως δεν ανταποκρίθηκα στην κατά καιρούς αναγνωστική ζήτηση. Είμαι λοιπόν συγγραφέας περιορισμένων πωλήσεων. Φαίνεται ότι λέω δύσκολα πράγματα, ότι ασχολούμαι με θέματα που δεν έχουν ενδιαφέρον, ότι η γλώσσα που χρησιμοποιώ δεν είναι του παρόντος. Φαίνεται ότι αυτά ισχύουν για ένα «συγγραφέα ελευθέρας βοσκής», όπως με αποκάλεσε ένας δημοσιογράφος.
Δεν νιώθω λοιπόν ότι ζω εντός του παρόντος μου. Έχοντας μεταφράσει, μεταξύ των άλλων, τον Ραμπελαί και τον Ισπανό Μπαλτάσαρ Γκρασιάν, έχοντας ολοκληρώσει δύο φορές τη μετάφραση των Δοκιμίων του Μονταίνι, νομίζω ότι αυτοί είναι οι συνομιλητές και οδηγοί μου. Με αυτούς ασχολούμαι τα τελευταία τριάντα χρόνια, σε αυτούς θα ήθελα να μοιάσω. Εισέρχομαι συνεπώς στο παρόν και στο μέλλον με το πρόσωπο στραμμένο στο τότε, εκεί όπου η Αναγέννηση ανθίζει με την αισιοδοξία του Γαργαντούα, εκεί όπου το ερώτημα του Μονταίνι “τι ξέρω;” καταλήγει πως “ακόμα και στον ψηλότερο θρόνο του κόσμου, ο άνθρωπος κάθεται πάνω στον πισινό του”.
Να πώς άνοιξα τα χαρτιά μου. Τα κρατώ ανοιχτά, ενώ πιστεύω πως:
▪ η συγγραφή πέθανε και τη θέση της έχει λάβει η γραφή, επειδή το ταλέντο υπάρχει, το μέσα μυαλό όμως λείπει
▪ η μνήμη του υπολογιστή εξαφανίζει τη μνήμη του Λόγου (Λογοτεχνία και Τεχνολογία είναι δύο όροι που δεν συναντώνται)
▪ και ο κόσμος μας στέκεται μπροστά στο ανοικτό στόμα του τάφου του, δίχως όμως τον Κάλβο, ο οποίος εκεί κρούει την λύρα του.
Megaron Plus, 19 Φεβρουαρίου 2008
“6 συγγραφείς ανοίγουν τα χαρτιά τους: Θανάσης Βαλτινός, Φίλιππος Δρακονταειδής, Νίκος Θέμελης, Τάκης Θεοδωρόπουλος, Μένης Κουμανταρέας, Κώστας Μουρσελάς”.